- καρμπόν
- carbone
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καρμπόν — το (λ. γαλλ.), άκλ., έγχρωμο χαρτί που χρησιμεύει στη σύγχρονη αποτύπωση αντιγράφων του γραφομένου: Βάλε ένα καρμπόν, να πάρω κι εγώ ένα αντίγραφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρμπόν — το ειδικό χαρτί διαποτισμένο με χρώμα που χρησιμοποιείται για αποτύπωση αντιγράφων, χαρτί αντιγραφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. carbone] … Dictionary of Greek
ομοιόγραφος — η, ο (ΑΜ ὁμοιόγραφος, ον) γραμμένος με τον ίδιο τρόπο νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ομοιόγραφο το αντίγραφο που λαμβάνεται όταν παρεμβάλλεται καρμπόν ανάμεσα σε δύο φύλλα χαρτιού αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὁμοιόγραφος ο πλαστογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Σουάν Γιόζεφ Ουίλσον — (Swan). Άγγλος χημικός και ηλεκτροτεχνίτης (Σάντερλαντ 1828 Ουάρλιγκαμ 1914). Ήταν υπάλληλος σε εργοστάσιο χημικών προϊόντων στο Νιουκάσελ. Ο Σ. πρώτος χρησιμοποίησε το 1862 το «καρμπόν» και το χαρτί φωτογραφίας εμποτισμένο σε βρώμιο. Υπήρξε… … Dictionary of Greek